εισαγωγικός

εισαγωγικός
-ή, -ό (AM εἰσαγωγικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά
σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα
2. φρ. α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για εισαγωγή σε εκπαιδευτικά ιδρύματα
β) «εισαγωγικός βαθμός» — ο ιεραρχικός βαθμός εισόδου, με τον οποίο αρχίζει υπάλληλος τη σταδιοδρομία του
μσν.
ο εισαγωγικός
α) αρχάριος
β) δόκιμος μοναχός
αρχ.
στοιχειώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἰσαγωγικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή, που γίνεται ή χρησιμεύει για εισαγωγή: Εισαγωγικές εξετάσεις. – Εισαγωγικό μάθημα στη φιλοσοφία. 2. που έχει σχέση με την εμπορική εισαγωγή: Εισαγωγικός δασμός. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσαγωγικά — εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc pl εἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικός of fem nom/voc/acc dual εἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικώτερον — εἰσαγωγικός of adverbial comp εἰσαγωγικός of masc acc comp sg εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικῶν — εἰσαγωγικός of fem gen pl εἰσαγωγικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικόν — εἰσαγωγικός of masc acc sg εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικαῖς — εἰσαγωγικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικαί — εἰσαγωγικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικοῖς — εἰσαγωγικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικοί — εἰσαγωγικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”